Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επωασμός — ο (AM ἐπῳασμός) [επωάζω] η επώαση … Dictionary of Greek
ἐπῳασμοῦ — ἐπῳασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῳασμόν — ἐπῳασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)